πλατύγυρος

πλατύγυρος
-η, -ο
αυτός που έχει πλατύ γύρο: Πλατύγυρο καπέλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλατύγυρος — η, ο, Ν (ιδίως για καπέλο) αυτός που έχει πλατύ γύρο, πλατιά περιφέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + γύρος] …   Dictionary of Greek

  • γυροσκέπαστος — η, ο 1. αυτός που έχει γύρω σκεπή 2. (για καπέλο) που έχει πλατύ γύρο, πλατύγυρος …   Dictionary of Greek

  • πέτασος — Ονομασία καλύματος της κεφαλής στην αρχαιότητα. Ήταν πλατύγυρος και κατασκευαζόταν από πίλημα, δέρμα ή άχυρα. Δενόταν κάτω από το σαγόνι με παραγναθίδες. Ο π. προφύλασσε από τη βροχή και τον ήλιο και αποτελούσε το σύμβολο των οδοιπόρων. * * * ο,… …   Dictionary of Greek

  • πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… …   Dictionary of Greek

  • πλατύπιλος — ον, Α (για καπέλο) αυτός που έχει πλατύ γύρο, μεγάλη περιφέρεια, πλατύγυρος («πλατύπιλος κυνῆ», Σχολ. Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + πῖλος «καπέλο» (πρβλ. κραταί πιλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”